Aντίο σε έναν φίλο απο λαμαρίνα που δε μου κράτησε ποτέ κακία.

Share on:

Αγαπητέ αναγνώστη το παρακάτω post ίσως να μην το βρεις τόσο ενδιαφέρον μιας και έχει να κάνει με μια αναδρομή στο παρελθόν - προσωπική. Αν αποφασίσεις να διαβάσεις βάλε έναν καφέ και κάνε μου παρέα :).

Τελικά .

Ξεκινάω ανορθόδοξα, α νάποδα. Τα υλικά αγαθά δεν έχουν ψυχή και ούτε ποτέ θα αποκτήσουν (εκτός και αν ανήκεις και εσύ στην ομάδα των ανθρώπων που πιστεύουν οτι εκτός από εξωγήινους βιολογικής σύνθεσης υπάρχουν και τα Transformers :) ). Εμείς οι άνθρωποι τους δίνουμε μια τέτοια υπόσταση με το να τα συσχετίζουμε με στιγμές από τη ζωή μας, μικρές μεγάλες και άλλα βιώματα. Μέσα από όλα τα προηγούμενα ένα άψυχο αντικείμενο στο μυαλό μας αποκτάει ζωή, χαρακτήρα και στο τέλος δημιουργείται ένα εικονικό δέσιμο. Για κάτι τέτοιο θέλω να γράψω σήμερα, χωρίς βέβαια να ξεφύγω από τα όρια της λογικής και του ρεαλισμού. Μια λογική που λέει οτι μερικά εκατοστά πιο κάτω αν βρισκόταν ένα από τα γυάλινα θραύσματα που σφηνώθηκαν στο μέτωπο μου τότε αυτή τη στιγμή θα είχα χάσει σχεδόν σίγουρα το αριστερό μου μάτι ή λίγα εκατοστά πιο δεξιά να χτύπαγα στην κολόνα της ΔΕΗ σύμφωνα με τον μηχανικό μπορεί και να μην ζούσα και να μη με προστάτευε καμία λαμαρίνα Τώρα είμαι καλά - ήμουν τυχερός δεν έπαθα κάτι σοβαρό και το λιγότερο που νιώθω οτι θέλω να κάνω είναι γράψω μερικά πράγματα για ένα τέτοιο δέσιμο γιατί υπήρχε άσχετα αν δεν το παραδεχόμουν, γιατί ίσως νιώθω κάποιες τύψεις από ένα τυχαίο λάθος, γιατί ίσως είναι άσχημο να καταστρέφεις άθελα σου τον κόπο κάποιων άλλων - για όλα αυτά μαζί.

Αρκετά παλιά

Όπως έχω γράψει είμαι γόνος ναυτικής οικογένειας.Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ο πατέρας μου γυρίζει πάνω κάτω τον κόσμο με τεράστια σιδερένια κλουβιά. Πλούσια οικογένεια δεν είμαστε ποτέ ούτε και αρκετά φτωχοί και αυτό χάρη στην θυσία των γονιών μου ο ένας στην θάλασσα και ο άλλος στο σπίτι να προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα. Από το τίποτα ξεκίνησαν χρεώθηκαν και κατάφεραν να πάρουν ένα σπίτι και με έναν άνθρωπο να συνεισφέρει προσπαθούσαν να τα καταφέρουν καθώς δεν έλειψε ποτέ τίποτα για τα παιδιά τους. Όλο αυτό μπορεί να ακούγεται δακρύβρεχτο ή λίγο λαϊκό αλλά δεν παύει να είναι εν - συντομία μια ρεαλιστική ιστορίας μιας μικρο - μέσω αστικής Ελληνικής οικογένειας.

Με το βάρος ενός δανείου σε σπίτι και παρόλο που αρκετοί ρωτούσαν μιας και το επάγγελμα του πατέρα μου ήταν τέτοιο - δεν είχαμε καταφέρει να αποκτήσουμε αυτοκίνητο. Από μικρή ηλικία Λοιπόν, έμαθα και εγώ όπως και πολλά άλλα παιδιά, τι πάει να πει λεωφορείο, ΚΤΕΛ, περπάτημα μερικές φορές τραίνο (αν και εμείς εδώ στα δυτικά δεν είχαμε μέσα σταθερής τροχιάς). Θυμάμαι τους γονείς μου να με παίρνουν από το χέρι και να ανεβαίνω τα σκαλιά του μπλέ λεωφορείου (τα παλιά) που μου φαίνονταν τόσο τεράστια. Να ρίχνω κέρματα για εισιτήριο, να παρακολουθώ τον κλασικό κουτοπόνηρο Έλληνα να ρίχνει μαζί με τα εικοσάρικα και κουμπιά (πόσο γελοίοι και γύφτοι ήμασταν και είμαστε) αλλά και τους τροφαντούς αδιάφορους οδηγούς με τα μαύρα γυαλιά να γράφουν εκεί που δεν πιάνει μελάνι - τα παράπονα του κόσμου - όταν έκανα να έρθουν 40-50 λεπτά, όταν στο τέλος της βάρδιας το βράδυ έκοβαν από μόνοι τους τα δρομολόγια για να πάνε σπίτι τους πιο γρήγορα, όταν έτρεχαν και το κάνουν ακόμα σαν τρελοί στο τελευταίο δρομολόγιο για να παραδώσουν. Έτσι κάπως εξηγείται και η απέχθεια μου σε μερίδα επαγγελματιών αλλά και κρατικών υπηρεσιών.

Περνούσαν τα χρόνια και οι δυσκολίες οι οικονομικές ήταν εκεί. Καθώς μεγάλωνα καταλάβαινα σε ένα βαθμό τα οικονομικά αδιέξοδα και θυμάμαι ακόμα τις συζητήσεις οτι του χρόνου θα πάρουμε αμάξι, του χρόνου θα πάρουμε αμάξι να πάμε στο χωρίο. Τα χρόνια περνούσαν, δεκαετία του 80, κάποια στιγμή μεγάλη κρίση και στη ναυτιλία. Είχε γίνει η συζήτηση που άκουγα ΠΑΝΤΑ όταν ξεκίνησα να βαριέμαι και μόνο την ιδέα οτι θα πρέπει να μπω ξανά στο λεωφορείο.

Ήταν κάτι Κυριακές ειδικά στην καθιερωμένη βόλτα στον παππού που έπρεπε να πάμε στη σαλαμίνα - η χειρότερη μου. Λεωφορείο να πάμε προς την Νίκαια, μετά άλλο ένα να πάμε στο Πέραμα μετά καραβάκι μετά περπάτημα. δε θα ξεχάσω και τις επισκέψεις στους γιατρούς, στο ΝΑΤ στον Πειραιά - λεωφορείο κολλημένο στο λιμάνι ή στον Κορυδαλλό πρωί πρωί με μία αίσθηση αναγούλας καθώς πιανόσουν από τα δερμάτινα λουριά (αν έφτανα). Φυσικά εκτός από αυτά είχαμε και τις καλοκαιρινές εξορμήσεις στο χωριό - με το ΚΤΕΛ. 10 και 12ώρες να μετράω τις στάσεις μια προς μια, Λαμία, Λάρισα, άντε φτάσαμε Θεσ/νικη ουφ έλα λίγο ακόμα Καβάλα, ναι σε λίγο χαράζει Ξάνθη - επιτέλους τέλος φτάσαμε ξημερώματα να το αυτοκίνητο του συγγενή μας περιμένει να μας παραλάβει.

Κάποιες φορές όταν ήμουν αρκετά πιο μικρός πηγαίναμε με το αεροπλάνο, εκεί μάλλον, ξεκίνησε και η μεγάλη μου αγάπη γι΄ αυτά. Μόλις είχα ξεκινήσει να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και αυτές οι τεράστιες μηχανές όπου έκανα τρομακτικό αλλά συνάμα δυνατό θόρυβο μαζί με την εικόνα του ουρανού και τα σύννεφα με τρέλαιναν. Δώσε μου αεροπλάνο και πάρε μου την ψυχή έλεγε η μάνα μου - αν και μου θύμιζε κάτι που είναι αλήθεια και τώρα - οτι έχω μάλλον, ακριβά γούστα και φταίει και αυτή σε αυτό χε χε χε.

Ήρθε η στιγμή Ένα καλοκαίρι καθώς ο πατέρας μου είχε γυρίσει από ένα μπάρκο μεγάλο (σε γκαζάδικο αν θυμάμαι καλά) η συζήτηση θα πάρουμε αμάξι απέκτησε άλλο ενδιαφέρον. Πήγαινα τρίτη δημοτικού. Είχε έρθει η στιγμή. Μαζί με κάποιους θείους μου που ήξεραν πιο πολλά από αμάξια ο πατέρα μου ένα καλοκαίρι με πήρε και ξεκινήσαμε μια βόλτα εδώ κάτω στον Κηφισό στις διάφορες αντιπροσωπίες. Εντάξει ομολογώ είχα καταχαρεί. Απίστευτο θα παίρναμε αυτοκίνητο - τέρμα τα λεωφορεία τέρμα το να ξυπνάς από τις 8 το πρωί την Κυριακή για να περιμένεις 40 λεπτά να περάσει το λεωφορείο, τέρμα το καλοκαίρι το μισητό ΚΤΕΛ και οι 10-12 ώρες ταξίδι στριμωγμένος σε ένα παλιό Mercedes που έμπαζαν τα παράθυρα στην Εθνική. Εκτός από τις προσδοκίες στην εύκολη μετακίνηση (ως κλασικός τεμπελάκος και παιδί) μου άρεσε αρκετά η ενασχόληση για την αγορά μιας μηχανής είτε έχει ρόδες είτε είναι υπολογιστής. Το σπίτι γέμιζε με γυαλιστερά φυλλάδια και ωραίες φωτογραφίες από τις διάφορες μάρκες, συζητήσεις με θείους και γνωστούς, λεφτά χαρακτηριστικά. Έπαιρνα μερικά στο δωμάτιο μου και τα διάβαζα, δεν ήξερα τι έλεγαν ουσιαστικά αλλά το έβρισκα εξαιρετικά ενδιαφέρον ένα από αυτά, ένα τέτοιο γυαλιστερό θα γινόταν δικό μας.

Από το Citroen στην Opel Βάση τα οικονομικά δεδομένα και τις δυνατότητες, συνάμα η πίεση του χρόνου μιας και υπήρχε ακόμα ένα σχετικό δικαίωμα που έχει πια καταργηθεί για τους ναυτικούς να έχουν μείωση φόρου στην αγορά (γι'αυτό και οι κόκκινες πινακίδες - εκτός από τους ομογενείς κάποτε είχαν και οι ναυτικοί κόκκινες πινακίδες - μπορούσες να ξεχωρίσεις τα αμάξια) ο πατέρας μου είχε τρελαθεί με μια Citroen Millesime. Το μοντέλο αυτό ήταν λίγο πριν έρθει στην παραγωγή η γνωστή σε πολλούς Xantia. Το είχε διαλέξει σε χρώμα χρυσαφί ήταν πιο μεγάλο από τα μικρότερα BX και οφείλω να ομολογήσω είχε ένα κάποιο κύρος για τα λεφτά του και την κατηγορία του. Επίσης, ήταν από τις τελευταίες Citroen που είχαν την περιβόητη υδροπνευματική ανάρτηση. Με βάση Λοιπόν, τα χρήματα αλλά και τα γούστα, ένα μεσημέρι και οι 2 μου γονείς φεύγουν με την προκαταβολή στο χέρι να κλείσουν μια χρυσαφένια υδροπνευματική Millesime. Μετά από 2 ώρες και ενώ περιμέναμε σπίτι, έρχεται ο πατέρας μου μας αγκαλιάζει σχετικά συγκινημένος (το πρώτο μας αμάξι βλέπεις) και μας λέει - παιδιά αυτό θα είναι το αμάξι μας σε μερικές εβδομάδες θα το πάρουμε. Βγάζει το φυλλάδιο και μας δείχνει τον φίλο για τον οποίο αφιερώνω σήμερα όλες αυτές τις αράδες. Ένα Opel Vectra (A) GLS 1.6 τότε με μπάρες πλευρικές και πρώτης γενιάς ABS.

Μα τι έγινε ρώτησα. Πήγαν στην αντιπροσωπεία της Citroen στην Ιερά Οδό (υπάρχει ακόμα) με τα λεφτά στο χέρι και τους είπα οτι δεν μπορούσαν να φέρουν άλλο Millesime από το εργοστάσιο η γραμμή παραγωγής είχε κλείσει και μερικά που είχαν μείνει πωλήθηκαν αλλού - επίσης δεν μπορούσε να το πάρει και στο χρώμα που ήθελε. Απογοητευμένος περπάτησαν με τη μητέρα μου προς τα πίσω και ξαφνικά στο δρόμο - περνάει από μπροστά τους ένα Opel Vectra κατακαίνουργο με αυτό το παράξενο βυσσινί χρώμα που ήταν από τα πρώτα που είχε φορέσει - γυαλιστερό (τότε ήταν στη μόδα τα μεταλλικά χρώματα σαν εξτρα). Το είχε δει πριν 1 χρόνο στην πορτογαλία σε ένα ταξίδι όταν είχε πρωτοβγεί, ήταν ακριβότερο από την Citroen αλλά τους άρεσε και το αγόρασαν μέσα σε μία ώρα!

Φοβερές στιγμές θα είχε και ηλεκτρικά παράθυρα (τότε) το 1992 το θεωρούσα εξαιρετικά cool factor, θα είχε επίσης αυτό το περίφημο ABS και μπάρες προστασίας.

1992-2011 Σχεδόν 20 χρόνια. Θυμάμαι την ημέρα που το έφερε ο πατέρας μου από την αντιπροσωπεία. Το δημοτικό μου ήταν 5 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μας αλλά όλο καμάρι ήρθε - είχε πλαστικά πάνω στα καθίσματα, μύριζε καινούργιο και το χρώμα του ήταν τέλειο για μένα τότε γυαλιστερό έλαμπε.Επίσης αρκετά διαφορετικό από τα άλλα χρώματα αυτοκινήτων τότε. Είχαμε μια τάση οικογενειακός να θέλουμε κάτι ελάχιστα διαφορετικό στα μέτρα των δυνατοτήτων μας. Τα πρώτα ταξίδια και οι βόλτες δεν άργησαν. Το ΚΤΕΛ πια σταμάτησε τα καλοκαίρια που επέστρεφε ο πατέρας μου το Vectra γέμιζε με το οικογενειακό βάρος και μας πήγαινε στο χωριό. Για πρώτη φορά είχαμε δικό μας αμάξι - μπορούσαμε να πάμε όπου θέλαμε οικογένεια χωρίς να σπάμε σε αμάξια συγγενών. Τα πρώτα χρόνια μάλωνα με τα ξαδέρφια μου αλλά και συμμαθητές για το ποιο αμάξι είναι καλύτερο. Το κλασικό σύνδρομο προστατευτισμού που έχει κάθε παιδάκι για κάτι που ανήκει στην οικογένεια. Με τον συμμαθητή τον Γιώργο (τότε) στο γυμνάσιο αν το Vectra μας ήταν καλύτερο από την Lancia D ή τα ξαδέρφια μου που τότε ένας θείος είχε αγοράσει ένα Audi Avant το οποίο ήταν φυσικά μια κλάση παραπάνω από το μέσο γερμανικό μας γαϊδουράκι σαν ποιότητα και μηχανή αλλά εγώ όφειλα να υπερασπιστώ με όλη μου τη δύναμη και γνώσεις το δικό μας - χαχα. Στο τέλος απλά έλεγα ναι αλλά το χρώμα μας είναι πολύ πιο όμορφο απ_ το δικό σας.Παιδί ήμουν τόσο καταλάβαινα.

To disconnect Τα χρόνια περνούσαν και το αυτοκίνητο έπαιρνε ζωή κάθε καλοκαίρι, τον υπόλοιπο χρόνο ήταν ακίνητο - ο πατέρας μου ταξίδευε, η μητέρα μου μετά από ένα παλιότερο ατύχημα με το αμάξι του παππού (all together) είχε φοβηθεί αρκετά και δεν έλεγε να πάρει δίπλωμα και εγώ ούτε 18 για να βγάλω δίπλωμά. Κάπου εκεί ξεκινάει το disconnect μου με τα αμάξια. Αυτοκίνητο υπήρχε ακίνητο εγώ όλο και πιο πολύ έβρισκα νόημα σε μια Αθήνα που ξαφνικά από το 2000 και μετά είχε γεμίσει αμάξια - να μετακινούμε με ΜΜΜ και λίγο μετά το ΜΕΤΡΟ. Τα 18 έφτασαν ίσως και μια ανησυχία της μητέρας μου ως μόνη αντιπρόσωπο στο σπίτι για μένα - και δίπλωμα δεν έβγαλα - ήρθε η Αγγλία σπουδές και επιστρέφω στην Ελλάδα στα 24-25 χωρίς δίπλωμα πριν πάω φαντάρος και το vectra μας να μην έχει καταφέρει να γράψει ούτε 100.000 χιλιόμετρα. Αντίθετα είχε αρχίσει να βγάζει φθορά εξαιτίας ακινησίας. Αλλάζαμε μπαταρία κάθε χρόνο, λάστιχα πιο συχνά, πλαστικά στα τζάμια απο την υγρασία.

Λίγο πριν παρουσιαστώ Λοιπόν, παίρνω το δίπλωμα και ξεκινάω τις πρώτες βόλτες. Τα χρόνια είχαν περάσει 100αδες άλλα πιο όμορφα και σύγχρονα αμάξια ήταν στον δρόμο - αλλά και η ίδια η πόλη δεν προσφερόταν για βόλτες με ένα αμάξι 3ων όγκων. Εκεί ξεκινάει το δεύτερο disconnect. Παρκάρισμα ο μεγάλος μου εφιάλτης. Όταν βρέθηκα στη δύσκολη θέση να οδηγήσω στο κέντρο της Αθήνας και μου ζητήθηκε να παρκάρω από τη μία είχα μια απίστευτη αυστηρότητα ίσως γιατί δεν ήθελα με τίποτα να πάθει το αμάξι κάτι (μου είχε μείνει αυτός ο κόπος και η αγωνία για το πρώτο μας αμάξι χαραγμένη) - άρα δεν το πέταγα σχεδόν ποτέ πάνω σε πεζοδρόμιο σε παλιόδρομους και πάντα έιχα το άγχος μην πάθει κάτι. δεν μπορούσες που δεν μπορούσες να βρεις parking - και δεν άργησα να αποφασίσω οτι δεν μπορώ αυτό το άγχος και την αγωνία. Με το καιρό αυτός ο προβληματισμός μεγάλωσε μαζί με την ευθύνη να μην κάνω καμία ζημιά ώσπου τελικά αποφάσισα οτι η οδήγηση σε αυτή την πόλη δεν ήταν ούτε χρηστική ούτε έκανε καλό στα νεύρα μου αλλά δε μου προσέφερε και μεγάλες συγκινήσεις. Τα γενναία αλλά λίγα 75 άλογα του φίλου μας - το έκανα αργό και κουραστικό στο πρώτη- δευτέρα της πόλης και έπαιρνε λίγο ανάσες με την σχετικά τίμια ροπή του ή όταν το φόρτωνες - σε μεγάλους δρόμους που έδειχνε να του πάνε πιο πολύ οι μεσαίες στροφές και ταχύτητες πάνω από 100.

Τα τελευταία χρόνια παρόλο που πια δεν το είχαμε παροπλισμένο τον χειμώνα και το κυκλοφορούσα, το χρησιμοποιούσα μόνο για να πάω στην προπόνηση μου μιας και δεν προλάβαινα από τη δουλειά - για λίγα ψώνια και καμία βόλτα κοντινή. Ένιωθα πάντα πιο ελεύθερος να περπατώ ή να ποδηλατώ αλλά και να ταξιδεύω με αεροπλάνο. Η οδηγική ευχαρίστηση είχε απλά χαθεί ίσως και εξαιτίας παλαιότητας και σε μερικές στιγμές - ιδιαίτερα σε γλιστερό δρόμο η έλλειψη σύγχρονου συστήματος ESP αλλά και πιο σύγχρονου υδραυλικού ήταν πια φανερή.

Ο φίλος μας όμως δε μου κράταγε κακία ποτέ, δούλευε άριστα πάντα, μου έκανε τη δουλειά και ας τον παρατούσα για μέρες βρώμικο.

Μάλλον, θα σε έχω κουράσει μέχρι τώρα οπότε θα τελειώσω για δεύτερη φορά!

Σήμερα όταν το είδα να το παίρνει ο γερανός για τελευταία φορά βούρκωσα ομολογώ. δε λυπάμαι την λαμαρίνα, βούρκωσα γιατί θυμήθηκα όλη αυτή την οικογενειακή προσπάθεια και το μεγάλο θέλω για χρόνια που μας είχε ποτίσει - τι να κάνουμε δεν μπορούσαμε να έχουμε αμάξι. Βούρκωσα γιατί ένα λάθος μου - κατέστρεψε κάτι, που ναι μεν τα περιγράφω γλαφυρά εδώ και λίγο συγκινημένος - αλλά άλλοι ζορίστηκαν πραγματικά για να το αποκτήσουν. Ίσως οι τύψεις, οτι πρέπει να είμαι ακόμα πιο εγκρατής και να μην ξεχνάω ποτέ οτι όλα τα υλικά πράγματα μπορείς να τα αντικαταστήσεις πράγματι αλλά πρέπει να ζοριστείς και να δουλέψεις για να τα αποκτήσεις και δεν πρέπει να είμαστε αγνώμονες για όλα αυτά που κάνουν οι γονείς μας για εμάς.

Αντίο Λοιπόν, καλέ μου λαμαρινένιε φίλε .after all χαίρομαι που είμαι ζωντανός και μπορώ να σε αποχαιρετήσω.

Αγαπητέ αναγνώστη τώρα ξανά- διάβασε την πρώτην παράγραφο ;) ευχαριστώ.