Ο κυρ Μπίλις
Είχε σωριαστεί έξω από την πόρτα της πολύκατοικίας. Πέρναγαν αυτοκίνητα, μικρά παιδιά για το σινεμά πιο πάνω, πιο μεγάλα παιδιά, τον άφηναν εκεί. Μόλις γύρισα σπίτι. δε μίλαγε, κάτι ίσως μουρμούριζε αλλά σχεδόν ακίνητος, θα νόμιζες οτι είναι ανδρείκελο από μαγαζί με ρούχα που έκλεισε. _Είσαι καλά μάστορα;τον ρωτάω. Δεν είμαι μάστορας μου απαντάει, ήμουν κάποτε τώρα δεν είμαι.
Με το που ερχόσουν κοντά, σου μύριζε αλκοόλ. Χτύπησες; Ναι, αλλά δεν ξέρω που είμαι, απαντάει. Μπορείς να σηκωθείς; Ναι, αν με βοηθήσεις .γιατί είμαι μόνος.
Πιάνω τον Μπίλι από το μπράτσο, αρχίζει και κλαίει, μου λέει πως κατάντησα, κοίτα έπεσα. Προσπαθώ να μάθω που μένει, μου λέει κάπου εδώ. Να σε πάω κάπου, που είναι το σπίτι σου; Δεν ξέρω είναι κάπου εδώ δεξιά ή αριστερά. Όλοι αισθανόμαστε χαμένοι μερικές φορές σκέφτηκα από μέσα μου.
Περπατάμε λίγα μέτρα, με ρωτάει πως σε λένε; Πάρι. Είσαι φίλος μου Πάρι, η γυναίκα μου με έχει αφήσει έχει πάει κάπου και δε με αγαπάει κανείς. Έλα του λέω υπερβολές. Το πόδι μου είναι χτυπημένο - μουρμουρίζει μέσα στο μεθύσι του. ξανάπέφτει.κάτι σαν δεν αντέχω άλλο τον πιάνω από την πλάτη και τη σηκώνω ξανά αυτή τη φορά τον στηρίζω. Σε ευχαριστώ μου κάνει. Που μένεις μάστορα; Δεν ξέρω ίσως στον άλλο δρόμο ίσως και όχι.
Περπατάμε - με προσοχή στην άκρη του δρόμου. Πήγαινε με κάτω στον δρόμο μου κάνει. Εντάξει, εσένα πως σε λένε; Με λένε κυρ Μπίλι. έτσι να με λές. Εντάξει. Αρχίζει πάλι να μουρμουράει για τη γυναίκα και την κόρη του .κάθε βήμα και αναστεναγμός ο κυρ Μπίλις. Είμαστε φίλοι τώρα Πάρ_ι..να το θυμάσαι. Οκ κυρ Μπίλι.
Καθώς πλησιάζουμε και ενώ δε μιλάμε γιατί συνεχίζει να μουρμουράει, σταματάει - κρατιέται πιο καλά και μου λέει, Φίλε μου Πάρι θέλω να σου δώσω μια ευχή που με βοήθησες να σηκωθώ. Έλα μάστορα του απαντώ, σε ακούω καθώς πάει πάλι να μου πέσει. **Να παντρευτείς από αγάπη και όχι από ανάγκη. όχι σαν και μένα. Να αγαπήσεις και να σε αγαπάνε **
Toν άφησα σε μια καρέκλα, μου είπε οτι ήταν αρκετό θα τον έβρισκε τον δρόμο και δεν ήθελε κάτι άλλο. Μου λέει, τόσα χρόνια τον βρίσκω τον δρόμο απλά μερικές φορές πέφτω .
Μερικές φορές σαν τον κυρ Μπίλι όλοι πέφτουμε, έρχεται κάποιος που σε σηκώνει, σε περπατάει μερικά βήματα και μετά τραβάμε τον δρόμο μας. Πολλές φορές αυτός που σε σηκώνει είναι αντίστοιχα αδύναμος. ή έχει την ανάγκη σου. Ο κυρ Μπίλις. μου έδωσε την ευχή και τον ευχαριστώ - δεν ξέρω πως την έδωσε τι σκεφτόταν, πάντως πέτυχε καλά!