πρωίνές αντιφάσεις και αδιέξοδα
Περπατούσα για τη δουλειά, στο καθιερωμένο μονοπάτι γύρω από το πάρκο του δήμου. Βυθισμένος όπως πάντα στο δικό μου personal time capsule. Κάποια στιγμή ένας κύριος, μάλλον, κουρδικής(;) καταγωγής εμφανίζεται μπροστά μου, με ένα ακορντεόν στο λαιμό.Μου κάνει εντύπωση το χρώμα του ακορντεόν κίτρινο αλλά η σκέψη μου τελειώνει γρήγορα με το να μονολογήσω, "πάει και αυτός για δουλειά". Εκεί που ήμουν έτοιμος να σκεφτώ κάτι άλλο, μέσα απο το stack πρωινών σκέψεων βλέπω από πίσω του να προβάλει ένα μικρό κοριτσάκι, λογικά ήταν η ηλικία να πάει πρώτη δημοτικού (κάπου εκεί). Μπλεγμένο στα πόδια του, με ένα άδειο κουτάκι από πατατάκια. Προφανέστατα και εκείνο συμβάλει στην προσπάθεια του πατέρα, τώρα φταίει ο πατέρας ; η κακή του τύχη; η μοίρα; Γάμησε τα όλα φταίνε.
Καθώς η ματιά μου κόλλησε στο δίδυμο, είδα τη μικρή να μου πετάει μια κλεφτή ματιά καθώς ο πατέρας της την τραβούσε μέσα σε μία είσοδο του πάρκου. Δεν ήταν χαμογελαστή, μάλλον, ανέκφραστη. Σκέφτηκα, αυτό που βλέπω τώρα είναι πολύ λάθος. Το παιδάκι αυτό τώρα έπρεπε να είναι στο σχολείο, όχι στους δρόμους όχι στα πάρκα πουθενά.
Μετά, μονολόγησα ξανά. "Ναι ωραία και με το που το σκέφτηκα οτι θα έπρεπε να είναι στο σχολείο άλλαξα κάτι; Όχι.Θα αλλάξει η ζωή της σήμερα;Μάλλον όχι.Φταίει σε κάτι η μικρή; Όχι"
Εκείνη τη στιγμή λες και πάταγα link από σελίδα σε σελίδα θυμήθηκα έναν σύντομο διάλογο που είχα με γνωστούς στο ΜΕΤΡΟ πριν μέρες, για τους μετανάστες. Ένας να παραπονεθεί γιατί έχουν γίνει πια αρκετοί, άλλος να πει οτι η χώρα μας δεν μπορεί να αντέξει πιο πολλούς, άλλος να αναφέρει οτι άλλα ευρωπαϊκά κράτη κοιτάνε να περιορίσουν το φαινόμενο για να προφυλάξουν τους πολίτες με σφιχτά μέτρα. Πολλές γνώμες, τεχνικά σε μερικά έχουν δίκιο, σε άλλα ήταν σκληρές. Στο τέλος όμως των σκέψεων κατέληξα οτι ένα ήταν σίγουρο, αυτό το κοριτσάκι θα έπρεπε να υπήρχε ένας μαγικός τρόπος να πήγαινε σχολείο.
Βέβαια, μαγικός τρόπος δεν υπάρχει σε τίποτα.Όπως και μαγικά ένας παππούς που δε γνώρισα ποτέ, καθάριζε πεζοδρόμια στην Γερμανία και πέθανε μόλις γύρισε πίσω.
Προσπάθησα να δω αν αυτή η χώρα πραγματικά μπορεί να αντέξει αρκετούς μετανάστες, αν έχει τις υποδομές, αν οι πολίτες της εμείς έχουμε τη διάθεση να γίνει κάτι καλύτερο.
Και μετά; Μετά η απάντηση ήταν μπροστά μου. Αυτή η χώρα δεν μπορεί άλλα βασικά, μικρά και μεγάλα θα μπορέσει να κάνει τόσο μεγάλα βήματα; Περπατάω και ένας μεσήλικας μου ρίχνει το τσιγάρο στο πόδι, γιατί απλά έτσι έχει μάθει να τα πετάει όλα κάτω την ίδια στιγμή ένας deliver-boy κάνει χρήση του πεζοδρομίου ως δρόμο και ξυστά περνάει από δίπλα μου. Δέκα λεπτά πιο μετά στο ΜΕΤΡΟ ένας κύριος στις σκάλες που ανεβαίνουμε πηγαίνει σ τη γωνία του τοίχου και φτύνει .ναι απλά φτύνει λες και είναι η αυλή του, ο νιπτήρας του.
Ομολογώ ένιωσα την απίστευτη επιθυμία να γρονθοκοπήσω και τους 3. Νε πετάξω τον deliver-α πάνω στον άλλο με το τσιγάρο, και να βάλω τον θείο που που φτύνει να γλύψει με τη γλώσσα του το πάτωμα στο μετρό.
Στην βουλή ψάχνουν να βρουν 100 χιλιάρικα και ανακαλύπτουν - blinded by the obvious (fucking respect re dilbert ) οτι το σύστημα ανάθεσης/ διαχείρισης/ επιχορήγησης ναυτιλιακών γραμμών είναι εδώ και χρόνια τόσο σάπιο όσο και η " Δημητρούλα". Μαλάκες Έλληνες πολιτικοί! μάλλον, και μαλάκες Έλληνες είμαστε.